«Από αύριο ξεκινάω δίαιτα..», «ας φάω σήμερα ό,τι θέλω και από αύριο αρχίζω κανονικά το πρόγραμμα της διαιτολόγου..», «είναι βράδυ και πριν λίγο μαζεύτηκα στο σπίτι. Έφαγα το βραδινό μου, ένα γιαούρτι με φρούτα και θα κρατηθώ, δε θα φάω τίποτε άλλο. Ας δω τηλεόραση να μου περάσει η ώρα να μην το σκέφτομαι, αλλά έλα που στριφογυρίζει στο μυαλό μου η σοκολάτα που άνοιξα χθες και έχει μείνει η μισή. Ας τη φάω. Τι ψυχή έχει μισή σοκολάτα; Ας φάω και κανά μπισκότο και λίγο ψωμί με τυρί, γιατί το γιαούρτι δε με χόρτασε. Ουφ! Τώρα θα σκάσω. Πάλι χάλασα τη δίαιτα. Πάλι δε θα χάσω γραμμάριο. Γιατί το έκανα αυτό και δεν κρατήθηκα; Ποτέ δε μπορώ να καταφέρω..»
Μήπως οι παραπάνω φράσεις ακούγονται γνώριμες; Άραγε έχετε πιάσει τον εαυτό σας να κάνει ένα τέτοιο εσωτερικό μονόλογο λίγο πριν ή μετά από μια εξόρμηση στο ψυγείο;
Αυτή η έντονη επιθυμία να φάμε κάτι γλυκό ή αλμυρό νομίζοντας ότι θα καλύψουμε την ανάγκη εκείνης της στιγμής καλείται ως επεισόδιο υπερφαγίας. Ουσιαστικά το υπερφαγικό επεισόδιο χαρακτηρίζεται ως η ακατάσχετη επιθυμία για φαγητό που προκύπτει όχι από πραγματική πείνα, ΑΛΛΑ γεννιέται ως απάντηση στη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς νιώθετε την ώρα που τρώτε; Συνήθως, όταν δεν υπάρχει πραγματική ανάγκη για φαγητό, τρώμε «μπουκώνοντας» τα συναισθήματα που νιώθουμε, όπως για παράδειγμα μπορεί να τρώμε από ανία, από άγχος, στεναχώρια, μοναξιά, απογοήτευση ή χαρά. Με άλλα λόγια η τροφή συνδέεται με τη ψυχοσυναισθηματική μας κατάσταση και ενώ αρχικά ξεκινάμε να τρώμε ανεξέλεγκτα, χωρίς να έχουμε συνείδηση του τι κάνουμε, μόλις ολοκληρωθεί η πράξη καταλήγουμε να γεμίζουμε με αισθήματα τύψεων και ενοχών έχοντας ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας κακής εικόνας για τον εαυτό μας. Επακόλουθο της κακής εικόνας σώματος είναι συνήθως η χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση που οδηγεί σε συναισθήματα άγχους και μειονεξίας. Έτσι, εμείς οι ίδιοι μέσα από τη συμπεριφορά μας εγκαθιδρύουμε ένα φαύλο κύκλο όπου το φαγητό, ενώ αρχικά θεωρείται το κέντρο της υποτιθέμενης απόλαυσης, καταλήγει να είναι η πηγή του προβλήματος που το ίδιο δημιουργεί.
Το αποτέλεσμα..;
Το συνεχές τσιμπολόγημα και η κατανάλωση τροφής μπορεί να μας δημιουργεί ένα πρόσκαιρο συναίσθημα ανακούφισης και ευχαρίστησης, μακροπρόθεσμα όμως έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πλήθος προβλημάτων. Τα κυριότερα είναι η ψυχολογική μας εξάρτηση από το φαγητό, η συσσώρευση λίπους στο σώμα και το σημαντικότερο: το «μπούκωμα» των συναισθημάτων άγχους, λύπης, θυμού κ.ά. που μπορεί να μας κατακλύζουν. Και επειδή όλα αυτά ψάχνουν για διέξοδο, το ζητούμενο είναι να φροντίζουμε για την εκτόνωσή τους με τον κατάλληλο τρόπο και όχι να τα γυρνάμε μέσα μας.
ΜΗ ερχόμενοι σε επαφή με τα πραγματικά μας προβλήματα και προσπαθώντας να «κουκουλώσουμε» τα όσα νιώθουμε καταφεύγουμε σε συμπεριφορές που έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη ψυχή και το σώμα. Έτσι, προσπαθούμε να γεμίσουμε τις συναισθηματικές μας τρύπες μέσω του φαγητού, που λειτουργεί ως αντίδοτο, και όχι απαντώντας στο πιο βασικό εσωτερικό ερώτημα: τί μου συμβαίνει;
Το κλειδί της επιτυχίας!
Και ποιος είναι άραγε ο τρόπος για να μπορούμε να ελέγξουμε όσο το δυνατόν αυτές τις υπερφαγικές συμπεριφορές; Δυστυχώς, μαγικές συνταγές και τρικς με τη ψυχολογία και τη συμπεριφορά μας δεν υπάρχουν. Παρόλ’ αυτά το πιο σημαντικό σε πρώτη φάση είναι η αναγνώριση του προβλήματος. Να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή ότι αυτό που κάνουμε (είτε λέγεται εξάρτηση από το φαγητό, είτε είναι οτιδήποτε άλλο) εν τέλει δε βοηθάει.
Μάλιστα, αν στρέφαμε μια ερώτηση προς τον εαυτό μας και αναρωτιόμασταν: «γιατί το κάνω τώρα αυτό; πως νιώθω; είναι λειτουργικό για εμένα;», ποια θα ήταν άραγε η απάντηση; Θα είχε ενδιαφέρον να καταγράφαμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας σε ένα χαρτί σε μορφή ημερολογίου. Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα ερχόμαστε σε μία πρώτη επαφή με το εσωτερικό κομμάτι του εαυτού μας και καλούμαστε να αποφασίσουμε τί θέλουμε να κάνουμε για να αλλάξει αυτή η κατάσταση.
Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα απ’ τη ρίζα του..
Κακά τα ψέματα, όταν οι διατροφικές μας συνήθειες δεν αντιμετωπίζονται κατάλληλα, είναι πιθανό να μας ακολουθούν σα μαθημένη συνήθεια για όλη μας τη ζωή. Έχοντας μάθει σε μία συμπεριφορά, ο δρόμος προς την αλλαγή είναι δύσκολος. Η δέσμευση μας σ’ ένα πρόγραμμα διατροφής, το οποίο θα «ακούει» τις ανάγκες μας και θα είναι προσαρμοσμένο στο τρόπο ζωής μας είναι βασική προϋπόθεση. Είναι σημαντική η συνεργασία με έναν ειδικό διατροφολόγο που θα δημιουργήσει ένα πρόγραμμα κοντά στις δικές μας επιθυμίες.
Η ψυχοθεραπεία απ’ την άλλη πλευρά είναι το μέσο για να φτάσει κανείς στην αυτεπίγνωση ποιας εσωτερικής ανάγκης- κενού καλύπτει η συνεχής ενασχόληση με το φαγητό. Επιπλέον, βοηθάει να συμφιλιωθούμε με όλα τα κομμάτια του εαυτού μας- και αυτά που μας αρέσουν και όσα αφήνουμε στο περιθώριο- και να βελτιώσουμε την αυτό-εικόνα μας. Τέλος, όταν οι άλλοι μας λένε «σταμάτα να τρως» μη μπορώντας να κατανοήσουν το πώς νιώθουμε και τη φάση που περνάμε, η θεραπεία είναι εκεί να μας κάνει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα μας χωρίς ενοχές και ντροπές, αλλά κοιτάζοντας κατάματα την πραγματικότητα που ζούμε.
Άλλωστε μην ξεχνάς πως ποτέ δεν είναι αργά να κοιτάξεις τον εαυτό σου τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά και να φτάσεις εκεί που θες!
Έλενα Μπισταράκη,
Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια MSc
Στοιχ. Επικ.: elenabista@gmail.com