Βαριατρική χειρουργική για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας

Μια χειρουργική επέμβαση δεν μπορεί από μόνη της να λύσει το πολυπαραγοντικό πρόβλημα της παχυσαρκίας. Για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι απαραίτητη η συνεργασία του ασθενούς με διάφορες ειδικότητες μεταξύ των οποίων και ο κλινικός διαιτολόγος. Ο ρόλος μας προεγχειρητικά, καθώς και μετεγχειρητικά κάποιας βαριατρικής επέμβασης, συνίσταται στην ενημέρωση, εκτίμηση, εκπαίδευση και θεραπεία του ασθενούς. Όπως έχει επιβεβαιωθεί, άλλωστε, από πολυάριθμες μελέτες, μόνο αν ο ίδιος ο ασθενής ο οποίος θα υποβληθεί σε βαριατρική επέμβαση απώλειας βάρους, υιοθετήσει στη μετέπειτα ζωή του πιστά τις οδηγίες και τις πρακτικές που θα του δοθούν θα διατηρήσει το καλό αποτέλεσμα και θα χάσει επιπλέον κιλά αν αυτό είναι επιθυμητό.

Ο ρόλος μας ως κλινικοί διαιτολόγοι σε αυτή την κατηγορία ασθενών, λοιπόν, είναι καταλυτικός. Πιο συγκεκριμένα, οι διατροφικές συνήθειες του ασθενούς αποτελούν μία εξαιρετικά σταθερή και παγιωμένη μορφή συμπεριφοράς, η οποία δημιουργείται και σταθεροποιείται μέσω μίας διαδικασίας μάθησης και απόκτησης εμπειριών, διάρκειας πολυάριθμων ετών. Ως διαιτολόγοι οφείλουμε να εκπαιδεύσουμε και να διδάξουμε στον ασθενή το σωστό τρόπο σίτισης, διορθώνοντας πολύ συχνά λανθασμένες γνωσίες  στέρησης ορισμένων κατηγοριών τροφών, συνέπειες μίας εκστρατείας παραπληροφόρησης, στην οποία πολλοί ασθενείς πέφτουν θύματα. Στη προσπάθεια του ασθενούς για μία ισορροπημένη απώλεια κιλών, θα πρέπει να ενταχθούν στη διατροφή του τροφές που ενδεχομένως πιστεύει πως αποτελούν αιτία των επιπλέων κιλών του (πχ. ζυμαρικά- ψωμί κ.α.) σε σωστή ποσότητα και συχνότητα, καθώς μία ισορροπημένη διατροφική συμπεριφορά συνίσταται στη κατανάλωση όλων των κατηγοριών των τροφών σε ορισμένες ποσότητες και στη συχνή κατανάλωση μικρών γευμάτων (5-6 / ημέρα).

Επιπλέον, η μέτρηση του ποσοστού του σωματικού λίπους ασθενών είναι απαραίτητη προεγχειρητικά, καθώς και μετεγχειρητικά σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να υπάρχει μία ουσιαστική καταγραφή της επιτυχούς ή μη πορείας του ασθενούς, όχι μόνο όσον αφορά τη μείωση ή μη του σωματικού του βάρους ή του δείκτη μάζας σώματος, αλλά και του λιπώδους ιστού σε σχέση με την άλιπη μάζα του. Ο ασθενής παίρνει σαφείς οδηγίες για τη σύσταση του σώματός του και το απαιτούμενο ποσοστό πρόσληψης θρεπτικών στοιχείων στη διατροφή του.

Τελικά, μετά από τη διατροφική εκπαίδευση του ασθενούς και τη συνεκτίμηση του ιατρικού ιστορικού και των σωματικών του μετρήσεων του ασθενούς (βάρος, ποσοστό σωματικού λίπους) ακολουθεί η σύνταξη ελαστικών, εξατομικευμένων διαιτολογίων, τα οποία οδηγούν τον ασθενή σε μία σωστή επιλογή και συνδυασμό τροφών ανάλογα με τα ωράρια και τις απαιτήσεις της καθημερινότητάς του χωρίς να τον εγκλωβίζουν και να τον περιορίζουν στοχεύοντας στην ουσιαστική διαφοροποίηση της διατροφικής τους συμπεριφοράς και μετατρέποντας τη φιλοσοφία των διαιτολογίων σε τρόπο ζωής.